- ταχυσκόπιο
- Μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη γρήγορη εμφάνιση των οπτικών ερεθισμάτων. Με τη βοήθεια του τ., στην ψυχολογία, προσδιορίζεται η ταχύτητα και η ακρίβεια της αντίληψης και της προσοχής που εκδηλώνεται σε αυτήν.
* * *το, Νένα από τα πρώτα μηχανήματα προβολής κινούμενων σχεδίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachyscope < ταχυ-* + -σκόπιο (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.