ταχυσκόπιο

ταχυσκόπιο
Μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη γρήγορη εμφάνιση των οπτικών ερεθισμάτων. Με τη βοήθεια του τ., στην ψυχολογία, προσδιορίζεται η ταχύτητα και η ακρίβεια της αντίληψης και της προσοχής που εκδηλώνεται σε αυτήν.
* * *
το, Ν
ένα από τα πρώτα μηχανήματα προβολής κινούμενων σχεδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachyscope < ταχυ-* + -σκόπιο (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”